- γεννήσεως
- γεννήσεω̆ς , γέννησιςengenderingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… … Dictionary of Greek
Γεννήσεως Προδρόμου, μονή — Διαλυμένο μοναστήρι στον νομό Ιωαννίνων, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης. Επιγραφή στον τοίχο της εκκλησίας αναφέρει ως χρονολογία ίδρυσής του το 1614 και ως ιδρυτή έναν ηγεμόνα της Βλαχίας, ηπειρωτικής… … Dictionary of Greek
Ardenica Monastery — Monastery information Order Orthodox Autocephalous Church of Albania Established 1282 … Wikipedia
Базилика Рождества Христова — Базилика Рождества Христова* Birthplace of Jesus: Church of the Nativity and the Pilgrimage Route, Bethlehem** Всемирное наследие ЮНЕСКО … Википедия
Храм Рождества в Вифлееме — Базилика Базилика Рождества Христова Интерьер центрального нефа Страна … Википедия
отъ — ОТ|Ъ 2 (1*), А с. Название буквы славянского алфавита, ѡ: ‹и начатъ прiзывати сꙊщимъ› ѿ алфы и послѣдьствѹюще даже и до ѡта, повелѣ своимъ болѧромъ тако же творитi по ѡбразѹ томѹ и написати во˫а всѧ. (τοῦ ω) ГА XIV1, 25а. ОТЪ 3 (1*) част. указат … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Christi-Geburt-Kirche — oder Weihnachtskirche heißen Kirchen, Kapellen und Klosterkirchen, die des Ereignis Christi Geburt gedenken oder diesem geweiht sind. Patrozinium bzw. Festtag ist der Weihnachtstag (Heiliger Abend), am 24. Dezember. Inhaltsverzeichnis 1… … Deutsch Wikipedia
CURETES — populi Cretae, qui et Corybantes, et Idaei Dactyli appellati sunt, ex Ida Phrygiae monte (ut quidam volunt) oriundi. Dicti Κουρῆτες Straboni, l. 10. ἀπὸ τῆς κουρᾶς, h. e. ae tonsura, anteriorem enim capitis partem detonsam gestabant, ne hostes… … Hofmann J. Lexicon universale
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… … Dictionary of Greek